- κατακάρπιον
- κατακάρπ-ιον, τό,A = περικάρπιον, Thphr.HP4.10.3 codd. (dub. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατακάρπιον — κατακάρπιον, τὸ (Α) περικάρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κάρπιον (< καρπός), πρβλ. επι κάρπιον, μετα κάρπιον] … Dictionary of Greek